Σχολιασμός άρθρων Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος: Γράφοντας ιστορία

Κωνσταντίνος Η. Σάθας (πραγματικό όνομα Κωνσταντίνος Σαθόπουλος, Αθήνα 1842 - Παρίσι 1914). Έλληνας ιστορικός (ένας απο τους επιφανέστερους της νεοτέρας Ελλάδος), φιλόπονος ερευνητής των μεσαιωνικών χρόνων και πρωτοπόρος των νεοελληνικών μελετών (ένας από τους θεμελιωτές των βυζαντινών και μεταβυζαντινών σπουδών).

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΕΡΓΑ
Γεννήθηκε και έζησε ως παιδί στο Γαλαξίδι, από εύπορη οικογένεια γραμματοδιδασκάλων και αργότερα, το 1860 τελείωσε το γυμνάσιο στην Λαμία. Έχοντας ήδη από τα εφηβικά του χρόνια ασχοληθεί με την λογοτεχνία, την ποίηση και την μετάφραση, έκανε την πρώτη δημοσίευσή του στην εφημερίδα «Εσπερία» των Αθηνών το 1858, σε ηλικία μόλις 16 ετών, αφιερώνοντας ένα εγκώμιο στο δήμαρχο της ιδιαίτερης πατρίδας του Λουκά Καραλίβανο και συνέχισε με ποιήματα, άρθρα και μεταφράσεις του, υπογράφοντας συνήθως με τα αρχικά Κ. Ν. Σ. Το 1859 εξέδωσε την ποιητική του συλλογή «Νεκρικά δάκρυα επί του τάφου του Δημητρίου Λ. Ράλλη» και το 1861, σε ηλικία μόλις 19 ετών, υπήρξε συνιδρυτής (με τον Δ. Κοπιδά) του δεκαπενθήμερου περιοδικού «Κόσμος», στο οποίο εργάστηκε για μερικούς μήνες ως αρχισυντάκτης μέχρι που ήλθε σε προστριβές με τον Κοπιδά και αποχώρησε.

Το 1862 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και έκανε εγγραφή στην Ιατρική Σχολή του εκεί Πανεπιστημίου, όμως το ενδιαφέρον του στράφηκε τελικά στην ιστορική έρευνα, κυρίως όταν ανακάλυψε σε μια κρύπτη στα ερείπια ενός μοναστηριού το 1864 το «Χρονικό του Γαλαξιδίου», το οποίο δημοσίευσε την επόμενη χρονιά μετά από προσεγμένη επιμέλεια. Η ανακάλυψη του «Χρονικού» έγινε αφορμή να εγκαταλείψει οριστικά τις ιατρικές σπουδές του με σκοπό να αφιερώσει εφεξής την ζωή του στην έρευνα, κατανόηση και παρουσίαση της πραγματικής εικόνας του έθνους των Ελλήνων από την μεσαιωνική περίοδο μέχρι την εθνεγερσία του 1821.




Η ΕΠΙΠΟΝΗ ΕΡΕΥΝΑ
Επίμονος, φιλόπονος, χαλκέντερος, επιθυμώντας διακαώς να βοηθήσει τους Νεοέλληνες ν’ αποκτήσουν εθνική αυτοπεποίθηση και ιστορική αυτογνωσία και υποστηριζόμενος ηθικά από τον ιστορικό Παύλο Λάμπρο, πατέρα του επίσης ιστορικού Σπυρίδωνος Λάμπρου, και οικονομικά από τους Κωνσταντίνο Λομβέρδο και ο Νικόλαο Μαυροκορδάτο, ερεύνησε συστηματικά βιβλιοθήκες και κρατικά αρχεία στην Λευκάδα, την Ζάκυνθο, την Φλωρεντία, την Βενετία, την Γένοβα, την Πίζα, το Μιλάνο, την Βιέννη, την Πράγα, το Βερολίνο, το Αμβούργο, την Κωνσταντινούπολη και το Παρίσι, κατορθώνοντας να συλλέξει πληροφορίες για εντελώς άγνωστα έως τότε γεγονότα και να φωτίσει κάπως την θολή εικόνα της εθνικής ζωής των υπόδουλων, τόσο στους Βυζαντινούς όσο και στους Οθωμανούς, Ελλήνων.

Το 1867 χρησιμοποίησε το τεράστιο υλικό που είχε συγκεντρώσει για την έκδοση του δίτομου έργου του «Ελληνικά Ανέκδοτα» και την επόμενη χρονιά του «Νεοελληνική Φιλολογία: Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων από της καταλύσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι της Ελληνικής Εθνεγερσίας 1453-1821» (το οποίο αργότερα συμπληρώθηκε από το «Νεοελληνικής Φιλολογίας Παράρτημα»). Ακολούθησε το 1869 η έκδοση του έργου του «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς: Ιστορικόν δοκίμιον περί των προς αποτίναξιν του Οθωμανικού ζυγού επαναστάσεων του Ελληνικού Έθνους 1453 - 1821» και το 1870 η έκδοση των «Ιστορικών Διατριβών» με εργογραφίες και βιογραφίες πάμπολλων λογίων του νεότερου Ελληνισμού.

Η ΚΑΤΑΡΡΙΨΗ ΤΟΥ ΨΕΜΜΑΤΟΣ ΤΟΥ «ΕΛΛΗΝΟΧΡΙΣΤΙΑΝΙΣΜΟΥ»
Ως σημαντικότερο έργο του Σάθα θεωρείται η πολύτομη «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη» (1872 – 1894), τα περιεχόμενα της οποίας, κυρίως μέσα από τις ιταλικές πηγές, αποδεικνύουν τελικά ψευδέστατους τους ισχυρισμούς του Σπυρίδωνος Ζαμπέλιου και του Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου πως δήθεν υπάρχει «ελληνοχριστιανικός» πολιτισμός και πως δήθεν η συνέχεια του Ελληνισμού εξασφαλίζεται μόνο μέσα από την αυθαίρετη ταύτισή του με την πολυεθνοτική Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ή Βυζάντιο (στον πρώτο τόμο μάλιστα, μαρτυρείται ανάμεσα σε άλλα και η προδοσία της πόλης της Θεσσαλονίκης από τους μοναχούς της Μονής Βλατέων ή Βλατάδων, που, με αντίτιμο πρόσθετα προνόμιά τους, καθοδήγησαν τον Τούρκο σουλτάνο να κόψει στους πολιορκούμενους την τροφοδοσία νερού).

Σε πλήρη αντίθεση προς τους ισχυρισμούς εκείνων των νεοελλήνων ιστορικών που υπηρέτησαν ή εξακολουθούν να υπηρετούν τους «ελληνοχριστιανούς» κρατούντες και την άτιμη προσπάθειά τους να «εκρωμαϊσουν» τους Έλληνες, υποβιβάζοντάς τους σε «ρωμιούς», ο Σάθας αρνήθηκε απερίφραστα το 1887 («Έλληνες στρατιώται εν τή Δύσει») την δήθεν «ελληνικότητα» των βυζαντινών, φανέρωσε ότι ο εκχριστιανισμός των Ελλήνων δεν έγινε ομαλά, καθώς και ότι σε αρκετές περιοχές ένας επιφανειακός εκχριστιανισμός επετεύχθη μόλις κατά τον 15ο αιώνα, ενώ σε αρκετά μέρη της Πελοποννήσου πολύ αργότερα.

Ανάμεσα σε πολλά άλλα επίσης ο Σάθας, με την συνηγορία μάλιστα του επιμελητή της γαλλικής έκδοσης του «Χρονικού Κύπρου» Μiller, απέρριψε τα περί μιας υποτιθέμενης πολεμικής καθόδου σλαβικών φύλων μέχρι την Πελοπόννησο την οποία τόσο επίμονα χρησιμοποίησε ο Φαλμεράϋερ, και απέδειξε αντιθέτως ότι εκείνοι οι «θρυλλούμενοι Σλαύοι» δεν ήσαν παρά Ιλλυριοί – Αλβανοί, τους οποίους η βυζαντινή αμάθεια εξέλαβε για σλαβικά φύλα και τα κατέγραψε λανθασμένα έτσι, χρεώνοντας όλους εκείνους τους ιστορικούς που έχουν φετιχοποιήσει τις λεγόμενες «πηγές» με ένα a priori σφάλμα.

ΤΟ ΤΙΜΗΜΑ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
Παράλληλα με την έκδοση των δοκιμίων του, αρθρογράφησε και σε διάφορα φιλολογικά περιοδικά της εποχής εκείνης, όπως λ.χ. στην «Πανδώρα», την «Χρυσαλλίδα», το «Αττικόν Ημερολόγιον», τον «Ιλισσό», την «Μελέτη», κ. ά. Μετά όμως από μια 25ετία (1870 – 1895) οικονομικής υποστήριξης του έργου του, τόσο κρατικής όσο και ιδιωτικής, η έκδοση των μελετών του τερματίστηκε τελικά το 1895, όταν λόγω της από πλευράς του απερίφραστης άρνησης το 1887 της δήθεν «ελληνικότητας» του Βυζαντίου συναντούσε παντού την απόλυτη απροθυμία να του παρασχεθεί η ελάχιστη έστω υποστήριξη, ενώ ταυτόχρονα αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας με σταδιακή απώλεια της όρασής του. Το 1900 αναζήτησε μάταια θεραπεία του προβλήματός του αλλά ίσως και μια καλύτερη μοίρα στο Παρίσι, όπου όμως επρόκειτο να πεθάνει μετά από 14 χρόνια σε ηλικία 72 ετών, τυφλός, σε απόλυτη ένδεια και βεβαίως πικραμένος από το γεγονός ότι το τεράστιο έργο του δεν στάθηκε ικανό να βοηθήσει τους Νεοέλληνες να ανακαλύψουν την πραγματική τους εθνική ταυτότητα, την οποία σκιάζει ή διαστρέφει η πονηρή απόπειρα των κρατούντων να την ταυτίσουν με την λεγόμενη «ορθόδοξη πίστη».

Γι’ αυτό άλλωστε το νεοελληνικό κράτος αντί του Σάθα υιοθέτησε ως δήθεν «εθνικό του ιστορικό» τον υπηρέτη του υποτιθέμενου «ελληνοχριστιανισμού» Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, που μάλιστα από το 1875 πολέμησε με μεγάλο φθόνο τον νεότερό του Σάθα. Η επίθεση του Παπαρρηγόπουλου κορυφώθηκε το 1879 μέσα από την εφημερίδα «Ώρα», με πόλεμο προς την θέση του Σάθα «Περί της λεγομένης εκσλαβίσεως της Ελλάδος» (όπου υποστήριζε ότι ιλλυρικοί και όχι σλαβικοί πληθυσμοί είχαν εποικίσει στο δεύτερο μισό της πρώτης μεταχριστιανικής χιλιετίας την Ελλάδα). Για τον Παπαρρηγόπουλο, η θεωρία του Σάθα ήταν «βλαβερέστερη» από εκείνη του Φαλμεράϋερ! Ακολούθησε δεύτερη, ισχυρότερη και αθλιοδέστερη επίθεση του Παπαρρηγόπουλου (με παρότρυνση παραγόντων να άρουν την υποστήριξή τους στον αντίπαλό του) όταν ο Σάθας δημοσίευσε τον τολμηρό πρόλογό του στον 7ο τόμο της «Μεσαιωνικής Βιβλιοθήκης» του, όπου υποστήριξε ότι, παρά τους εναντίον της διωγμούς από τους βυζαντινούς κατακτητές, η Ελληνική Εθνική Θρησκεία στον ελλαδικό χώρο, ιδίως στην Πελοπόννησο, δεν εξαφανίστηκε ποτέ.

Είδαμε παραπάνω ότι τελικά τέσσερα χρόνια μετά τον θάνατό του (πέθανε το 1891) ο υπηρέτης του «ελληνοχριστιανισμού» κατόρθωσε τελικά να καταστρέψει τον εξαιρετικό εκείνον ερευνητή Σάθα. Η τελευταία ποσότητα της χολής του κατά του Σάθα αναδύθηκε το 1899, έτος κατά το οποίο εκδόθησαν τα έως τότε ανέκδοτα «Διδακτικώτερα Πορίσματα» του Παπαρρηγόπουλου: «ο μεσαιωνοδίφης εκείνος... παρεποίησε την σεμνήν του Θουκυδίδου επιστήμην, μεταβαλών αυτήν εις ιλαροτραγωδίαν, όπως οι ημέτεροι πρόγονοι εκάλουν πάσαν της τραγωδίας διακωμώδησιν».

Επί πολλές δεκαετίες το ογκώδες (υπερβαίνει τις 15.000 σελίδες) και σπουδαιότατο έργο του Σάθα παραγκωνίστηκε συστηματικά από το νεοβυζαντινό κατεστημένο, ενώ οι «λόγιοι» υπηρέτες του προσπάθησαν και εξακολουθούν να προσπαθούν, με κάθε ευκαιρία που τους δίνεται ή την δημιουργούν οι ίδιοι, να υποτιμήσουν την εγκυρότητα του μεγάλου αυτού εθνικού ιστορικού (πατώντας στο γεγονός ότι κατά κανόνα δεν ανέφερε για κάθε φράση που έγραφε τις λεγόμενες «πηγές», το κατεξοχήν φετίχ της σύγχρονης επιστημονικοφανούς «Ιστορίας»). Ο ίδιος άλλωστε είχε τονίσει πως «η (πραγματική) Ιστορία του ελληνικού έθνους ούτε εις τα ανύπαρκτα των ελληνικών μονών αρχεία, ούτε εις τα γελοία έγγραφα της τουρκικής διοικήσεως πρέπει να αναζητηθή», ενώ τον ίδιο ακριβώς βρώμικο πόλεμο κάνουν ακόμα και σήμερα οι επίγονοι των πολεμίων του Σάθα με τους ελάχιστους σύγχρονους ιστορικούς που με πολύ μεγάλο προσωπικό κόστος τολμούν και αμφισβητούν την δήθεν «ελληνικότητα» του Βυζαντίου.


Βλάσης Γ. Ρασσιάς, 2009


ΕΡΓΟΓΡΑΦΙΑ:
«Νεκρικά δάκρυα επί του τάφου του Δημητρίου Λ. Ράλλη», ποίηση, 1859

«Γνωμικά διαφόρων σοφών περί έρωτος», 1860

«Χρονικόν ανέκδοτον του Γαλαξειδίου» (επιμέλεια), 1865

«Ελληνικά Ανέκδοτα», 2 τόμοι, 1867

«Επικρίσεως Ελεγχος», 1867

«Νεοελληνική Φιλολογία: Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων από της καταλύσεως της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μέχρι της Ελληνικής Εθνεγερσίας 1453-1821», 1868

«Τουρκοκρατούμενη Ελλάς: Ιστορικόν δοκίμιον περί των προς αποτίναξιν του Οθωμανικού ζυγού επαναστάσεων του Ελληνικού Έθνους 1453 – 1821», 1869

«Ιστορικαί Διατριβαί», 1870

«Δοκίμιον περί του πατριάρχου Ιερεμίου Β' 1572 – 1594», 1870

«Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη», 7 τόμοι, 1872 - 1894

«Ειδήσεις τίνες περί εμπορίου και φορολογίας εν Ελλάδι επί Τουρκοκρατίας», 1878 - 1879

«Ιστορικόν Δοκίμιον περί του Θεάτρου και της μουσικής των Βυζαντινών, ήτοι εισαγωγή εις το Κρητικόν Θέατρον», 1878

«Κρητικόν Θέατρον, ή συλλογή ανεκδότων και αγνώστων δραμάτων», 1879

«Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας», 9 τόμοι, 1880 - 1888

«Χρονικόν Κύπρου» (επιμέλεια), 1882

«Έλληνες στρατιώται εν τή Δύσει», 1887

Σχόλια