Επανεκτιμώντας τις Ελληνονατοϊκές σχέσεις


60 χρόνια Βορειοατλαντικής Συμμαχίας


Χρήστος Ιακώβου


Στις 4 Απριλίου συμπληρώνονται 60 χρόνια από την ίδρυση του ΝΑΤΟ και η επέτειος προσφέρεται ως έναυσμα για την επανεκτίμηση των διλημμάτων, των προκλήσεων, των ευκαιριών και των προβλημάτων της συμμετοχής της Ελλάδος στην σημαντικότερη δυτική στρατηγική συμμαχία της μεταπολεμικής ιστορίας. Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τρεις αλληλένδετοι παράγοντες κατέστησαν απαραίτητη τη συμμετοχή της Ελλάδος σε συμμαχίες με τις ισχυρές δυνάμεις της Δύσης, συνδέοντας την εσωτερική πολιτική αστάθεια με την εξωτερική πολιτική της χώρας: α) η στρατηγική θέση της Ελλάδας, αφού ήταν το μοναδικό μη κομμουνιστικό κράτος στα Βαλκάνια, β) οι διεθνείς κρίσεις στον γεωπολιτικό της χώρο, γ) η οικονομική αδυναμία της χώρας μετά την απελευθέρωση και τον εμφύλιο η οποία δημιούργησε συνθήκες εξάρτησης και διείσδυσης στις πολιτικές και οικονομικές της δομές. Οι δύο γύροι του εμφυλίου πολέμου που ακολούθησαν την απελευθέρωση, είχαν τα ιδεολογικά χαρακτηριστικά που αντικατόπτριζαν την εξελισσομένη διαμάχη μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων. Η εφαρμογή του δόγματος Τρούμαν (1947) στην Ελλάδα, έγινε αποδεκτή από την μη κομμουνιστική ελληνική πολιτική ηγεσία, της οποίας τα συμφέροντα ταυτίζονταν με αυτά των ΗΠΑ και η οποία έδεσε την Ελλάδα στο άρμα της πολιτικής ανάσχεσης της Σοβιετικής Ένωσης από το στρατηγικό χώρο της Ανατολικής Μεσογείου. Τελικά το 1952, οι ΗΠΑ κατόρθωσαν να σταθεροποιήσουν το ελληνικό πολιτικό σύστημα με το καθεστώς του στρατάρχη Παπάγου αφού προηγήθηκε το 1949 η στρατιωτική ήττα της αριστεράς στον Εμφύλιο. Έτσι η εξωτερική πολιτική της Ελλάδος συνταυτίστηκε με εκείνη της Δύσης. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα συμμετείχε στον πόλεμο της Κορέας, έγινε μέλος του ΝΑΤΟ το 1952 (ταυτοχρόνως με την Τουρκία), έκλεισε την πρώτη αμυντική συμφωνία για την παροχή στρατιωτικής διευκολύνσεως στις ΗΠΑ το 1953, και μαζί με την Τουρκία και την Γιουγκοσλαβία σχημάτισαν το βραχύβιο Βαλκανικό Σύμφωνο του 1954. Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ, με την ένταξη της Ελλάδος και της Τουρκίας, συνέβαλε καθοριστικά στην εδραίωση της αμερικανικής στρατηγικής παρουσίας στην Ανατολική Μεσόγειο και παράλληλα συνετέλεσε στην ενίσχυση της εξάρτησης της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδος (όπως και της Τουρκίας) από τις ΗΠΑ μέχρι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Η εξέλιξη του κυπριακού προβλήματος από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 μέχρι το 1974 έφερε στην επιφάνεια και απέδειξε τις αδυναμίες και τα όρια της συνεργασίας της Ελλάδος με το ΝΑΤΟ. Οι επιπτώσεις που προκαλούσε η ελληνοτουρκική διαμάχη στη συνοχή της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ δημιουργούσε μόνιμες ανησυχίες στις ΗΠΑ. Γι’ αυτό και η αμερικανική διείσδυση στο ελληνικό πολιτικό σύστημα προσπάθησε να προωθήσει λύσεις που ικανοποιούσαν τα δυτικά στρατηγικά συμφέροντα. Η σημασία την οποία απέδιδαν οι ΗΠΑ στην πολεμική ετοιμότητα και την αδιάλειπτη συνεργασία της Ελλάδος μέσα στο πλαίσιο της ΝΑΤΟϊκής συμμαχίας ήταν ο βασικός λόγος, άλλωστε, για τον οποίο νομιμοποίησαν και συνεργάστηκαν με το στρατιωτικό καθεστώς των συνταγματαρχών. Αυτό είχε ως συνέπεια να μην αποτραπεί η τουρκική εισβολή στην Κύπρο.Επιπλέον, η Ελλάδα αναγκάστηκε, λόγω των αμερικανικών πιέσεων, να διατηρήσει σε πολύ ψηλά επίπεδα τις αμυντικές της δαπάνες σε εποχές έντονων αναγκών οικονομικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης. Παρά τις πιο πάνω αρνητικές επιπτώσεις, θα ήταν σωστός ο προβληματισμός γύρω από το ερώτημα κατά πόσο θα ήταν διαφορετική η κατάσταση εάν η Ελλάδα είχε μείνει εκτός της Βορεοατλαντικής Συμμαχίας, ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψιν τα δεδομένα του Ψυχού Πολέμου και τα κομβικά αμερικανικά στρατηγικά συμφέροντα στην περιοχή. Με την ένταξη της στο ΝΑΤΟ, η Ελλάδα εξασφάλισε την εγγύηση στρατιωτικής βοήθειας σε περίπτωση εξωτερικής επίθεσης από γειτνιάζοντες σοβιετικούς δορυφόρους, οι οποίοι είχαν εδαφικές αξιώσεις σε βάρος της. Επιπροσθέτως, ο ελληνικός αμυντικός χώρος ενσωματώθηκε σε αυτόν της δυτικής Ευρώπης και η Ελλάδα δεν απομονώθηκε πολιτικοστρατηγικά από το δυτικό κόσμο. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα κέρδισε την πολιτική και στρατιωτική ένταξή της στην Δύση και αδιόρατα τέθηκαν οι βάσεις για την επακόλουθη ένταξή της στην ΕΟΚ . Πρέπει κανείς να λάβει υπόψιν ότι μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τα δυτικοευρωπαϊκά κέντρα αποφάσεων συμφωνούσαν ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ καθώς δεν ήταν μέρος του δυτικού πολιτισμού. Για πολλούς, τα πολιτιστικά όρια της δύσης στη Μεσόγειο σταματούσαν στα ανατολικά σύνορα της Ιταλίας.Τελικά, η πελατειακή σχέση και η εξάρτηση της Ελλάδας από την ηγεμονική δύναμη της περιοχής και η αντισοβιετική στάση της μέχρι το 1974, ήταν μία συνειδητή πράξη της πολιτικής ηγεσίας της χώρας. Η ελληνική ηγεσία πίστευε απόλυτα στις περιορισμένες πολιτικές επιλογές που προσέφερε το διεθνές σύστημα, ταύτιζε την προστασία των συμφερόντων της χώρας με αυτά της δυτικής συμμαχίας και θεωρούσε αυτήν την πολιτική επιλογή απαραίτητη για την πολιτική επιβίωση. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, οι νέες διεθνείς συνθήκες ενεθάρρυναν τη διατύπωση μίας πιο ανεξάρτητης ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Έτσι, διστακτικά και αργά, η Ελλάδα προχώρησε σε μία νέα προσαρμογή της εξωτερικής της πολιτικής στη διεκδίκηση των εθνικών της συμφερόντων μέσα στα πλαίσια του ΝΑΤΟ. Η υποβολή βέτο, πριν από ένα χρόνο, για την ένταξη των Σκοπίων αντανακλά την διαπίστωση αυτή και ήρθε σε μία χρονική στιγμή που μπορεί να ερμηνευτεί ως η πλέον αδύνατη στην οποία ευρίσκονται οι ΗΠΑ μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Γι’ αυτό άλλωστε και η αντίδραση τους έναντι της Ελλάδος δεν επαναλαμβάνει το γνωστό παρελθόν.


Σχόλια